- Καρικῇ
- Κᾱρικῇ , Καρικόςworthlessfem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καρική — (Carica). Γένος φυτών των τροπικών χωρών, που φέρει τα χαρακτηριστικά του φοίνικα. Αν και χαρακτηρίζεται ως δέντρο, στην πραγματικότητα πρόκειται για θάμνο, ύψους μέχρι 9 μ., χωρίς κλαδιά, με επτάλοβα παλαμοειδή φύλλα, μεγάλα και μαλακά, τα οποία … Dictionary of Greek
Καρική — Κᾱρική , Καρικός worthless fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παπάγια — (καρική η παπάια). Φυτό της οικογένειας των καρικιδών (δικοτυλήδονα), ιθαγενές του Μεξικού, που καλλιεργείται πολύ στις τροπικές περιοχές. Είναι δέντρο μάλλον ψηλό, με κορμό άκλωνο και φύλλα παλαμοσχιδή, μακρόμισχα· οι εδώδιμοι καρποί του είναι… … Dictionary of Greek
Κάειρα — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν κόρη κεραμέα που συνδέεται με την ίδρυση της Μιλήτου. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Νηλεύς, γιος του Κόδρου, είχε πάρει χρησμό να ιδρύσει πόλη εκεί όπου μια κοπέλα θα του έδινε χώμα βρεγμένο με νερό. Όταν έφτασε λοιπόν σε… … Dictionary of Greek
καρικοεργής — καρικοεργής, ές (Α) ο προερχόμενος ή κατασκευασμένος με καρική εργασία, με καρική τέχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρικός + εργής (< Fεργής < Fέργον). Βλ. και λ. ἔργο] … Dictionary of Greek
καρικός — καρικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προέρχεται από την Καρία 2. ευτελής, αυτός που δεν έχει καμιά αξία 3. το ουδ. ως ουσ. πάπ. τὸ Καρικόν καρική συνοικία στη Μέμφιδα 4. φρ. α) «καρικὸν ἔλαιον» είδος αλοιφής (Ιπποκρ.) β) «καρικὴ… … Dictionary of Greek
Τέρμερος — Αρχαίος ληστής. Έδρασε μαζί με τον Λύκο στην Καρία. Θεωρείται, ο ιδρυτής της παράλιας καρικής πόλης Τέρμερας, που βρισκόταν σε μικρή απόσταση από την Αλικαρνασσό. Ήταν ο φόβος και ο τρόμος της περιοχής, γιατί δολοφονούσε τους περαστικούς με ένα… … Dictionary of Greek
γείσο — Το μέρος της στέγης ενός ναού ή σπιτιού που προεξέχει από τους κάθετους τοίχους του, με σκοπό να τους προφυλάξει από τα νερά της βροχής που ρέουν από τη στέγη. Στην αρχιτεκτονική των αρχαίων το γ. ήταν το ανώτατο τμήμα του θριγκού (κορνίζας). Το… … Dictionary of Greek
καριστί — (Α) στην καρική γλώσσα, βαρβαρικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καρισ τού ρ. καρίζω (πρβλ. αόρ. ἐ κάρ ισ α) + επιρρμ. κατάλ. τι (πρβλ. βαρβαρισ τί, ελληνισ τί)] … Dictionary of Greek
λάβρυς — Λυδική ή καρική λέξη, που σημαίνει διπλός πέλεκυς. Δεν αποκλείεται και η ελληνική καταγωγή της λέξης, οπότε σημαίνει λαύρα ή πέρασμα σε ορυχείο. Ο διπλός πέλεκυς χρησίμευε κυρίως στις θρησκευτικές τελετές των προελληνικών χρόνων. Αρχικά ήταν… … Dictionary of Greek